- χράνο
- το хрен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χράνο — και χρένο και κρένο, το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Αrmoracia lapathifolia ή Cochlearia armorica, τού οποίου το ρίζωμα χρησιμοποιείται ως καρύκευμα ή ως φαρμακευτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. προελεύσεως ονομασίες] … Dictionary of Greek
σασίμι — το, Ν άκλ. σπεσιαλιτέ τής ιαπωνικής κουζίνας, που συνίσταται σε πολύ φρέσκο ψάρι το οποίο σερβίρεται ωμό σε ψιλές φέτες ή μικρούς κύβους γαρνιρισμένο με μια πράσινη καυτερή πάστα από χράνο και μια αλμυρή ή καυτερή σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ.… … Dictionary of Greek